-
1 τέχνασμα
[тэхназма] ουσ. о. затея, замысел, выдумка, ухищрение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τέχνασμα
-
2 выдумка
-
3 трюк
-
4 маневр
маневрм1. воен.Ь ἐλιγμός, ἡ κίνηση / τό στρατήγημα (военная хитрость):обходный \маневр ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]·2. перен τό τέχνασμα, ἡ μανούβρα:опасный \маневр» ἡ ἐπικίνδυνη μανούβρα· удач· ый \маневр τό πετυχημένο τέχνασμα· 3.:\маневры воен. τά γυμνάσια/ ж.-д. οἱ μανούβρες. -
5 хитрость
хитрост||ьж1. ἡ πονηριά, ἡ πανουργία, ἡ κατεργαριά·2. (уловка, прием) ἡ πονηριά, ὁ δόλος, τό τέχνασμα:военная \хитрость τό στρατήγημα, τό στρατηγικό τέχνασμα· взять \хитростьью καταφέρνω κάτι μέ πονηριά· пуститься на \хитростьи χρησιμοποιώ πονηριά·3. (изобретательность, искусность) ἡ ἐφευρετικότητα, ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ ἐξυπνάδα·4. (трудность, сложность) ἡ δυσκολία, τό πολύπλοκο· ◊ вот в чем \хитрость νά ποῦ εἶναι τό κουμπί· не велика \хитрость! σπουδαίο πράμα! -
6 манёвр
-а α.1. ελιγμός, μανούβρα•стратегический манёвр στρατηγικός ελιγμός•
тактический манёвр τακτικός ελιγμός•
обходный манёвр ελιγμός υπερφαλάγγισης.
|| πλθ. -ы, -ов.γυμνάσια•большие -ы μεγάλα γυμνάσια•
военные -ы τα. στρατιωτικά γυμνάσια•
морские -ы ναυτικά γυμνάσια.
|| πλθ. -ы, -ов ελιγμοί σιδηροδρομικής κίνησης.2. τέχνασμα•опасный манёвр επικίνδυνο τέχνασμα.
3. ελιγμός πλοίου ή αεροπλάνου. -
7 выдумка
выдум||каж1. (вымысел) ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα·2. (изобретение, идея) ἡ ἐφεύρεση [-ις], τό τέχνασμα. -
8 излюбленный
излюбленн||ыйприл ἀγαπημένος, ἀγαπητός, ὁ συνηθισμένος:\излюбленныйое место τό ἀγαπημένο μέρος· \излюбленный прием τό ἀγαπημένο τέχνασμα -
9 манипуляция
манипул||яцияж1. ὁ χειρισμός·2. перен (проделка) τό κόλπο, τό τέχνασμα, ἡ μηχανή. -
10 махинация
махинацияж разг ἡ μηχανορραφία, ἡ σκευωρία, τό τέχνασμα. -
11 механика
механик||аж1. ἡ 1-ηχανική·2. перен разг ἡ ὑπόθεση, τό τέχνασμα:хитрая \механикаа ἡ μπερδεμένη ὑπόθεση. -
12 проделка
проделкаж τό τέχνασμα, τό κόλπο:мошенническая \проделка ἡ ἀπάτη, ἡ ἀγυρτία -
13 уловка
уловк||аж τό τέχνασμα, ἡ κατεργαριά, τό κόλπο:прибегать к \уловкаам καταφεύγω σέ τεχνάσματα -
14 ухищрение
ухищрени||ес ἡ πονηριά, ἡ πανουργία, ἡ κατεργαριά/ τό τέχνασμα (уловка):прибегать к \ухищрениеям καταφεύγω σέ διάφορες κατεργαριές. -
15 фокус
фокус Iм физ., мед., перен ἡ ἐστία.фокус IIм1. (трюк) ἡ ταχυδακτυλουργία, τό τέχνασμα, τό κόλπο, τό τρυκ:показать \фокус ἐπιδεικνύω τρυκ, ἐπιδεικνύω ταχυδακτυλουργίες·2. (каприз) разг ἡ ἰδιοτροπία, τό καπρίτσιο:без \фокусов! δσε τά νάζια! -
16 художество
худож||ествос1. ἡ καλλιτεχνία, ἡ τέχνη:2. (проделка) разг τό τέχνασμα, ἡ κατεργαριά. -
17 проделка
[πραντιέλκα] ουσ. θ. κόλπο, τέχνασμα -
18 уловка
[ουλόφκα] ουσ. θ. κόλπο, τέχνασμα -
19 ухищрение
[ουχιστσριένιιε] ουσ. ο. τέχνασμα -
20 проделка
[πραντιέλκα] ουσ θ κόλπο, τέχνασμα
См. также в других словарях:
τέχνασμα — anything made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνασμα — το, ΝΜΑ [τεχνάζω / ομαι] 1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού 2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.) αρχ. καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο… … Dictionary of Greek
τέχνασμα — το, ατος έξυπνη επινόηση για επιτυχία κάποιου σκοπού, κόλπο, τερτίπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνασμάτων — τέχνασμα anything made neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασι — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασιν — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματα — τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματι — τέχνασμα anything made neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματος — τέχνασμα anything made neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
τεχνάσματ' — τεχνάσματα , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl τεχνάσματι , τέχνασμα anything made neut dat sg τεχνάσματε , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)